ἀπαγγελέω

ἀπαγγελέω
ἀπαγγέλλω
bring tidings
fut ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic)
ἀπαγγελεύς
masc acc sg (epic ionic)
ἀπαγγελεύς
masc gen sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • απαγγελέω — ἀπαγγελέω ιων. (Α) βλ. απαγγέλλω …   Dictionary of Greek

  • απαγγέλλω — (Α ἀπαγγέλλω κ. ιων. ἀπαγγελέω) νεοελλ. 1. διαβάζω ή εκφωνώ με έντεχνο ύφος ποίημα 2. (κυρίως σε δικαστήριο) διαβάζω, εκφωνώ («απάγγειλε την κατηγορία») αρχ. (για αγγελιαφόρο) 1. μεταφέρω ειδήσεις ή μηνύματα, αναγγέλλω, γνωστοποιώ 2. φρ. «πάλιν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”